- προόδων
- -όντος, ὁ, ἡ, ΜΑο προόδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -όδων (< ὀδών, βλ. λ. ὀδούς), πρβλ. αν-όδων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προόδων — πρόοδος 1 going before masc/fem/neut gen pl πρόοδος 2 going on fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
παρακολούθηση — η / παρακολούθησις, ήσεως, ΝΑ [παρακολουθώ] 1. η ενέργεια τού παρακολουθώ, το να ακολουθεί κανείς κάποιον από κοντά, να βαδίζει στα ίχνη του 2. σαφής αντίληψη, κατανόηση όσων λέγονται από κάποιον («είναι δύσκολη η παρακολούθηση τών σκέψεών του»)… … Dictionary of Greek
πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… … Dictionary of Greek
υπεραρπάζομαι — Μ υψώνομαι πολύ πιο πάνω από όλα τα άλλα («ὁ πρῶτος θεὸς ὑπερήρπασται πασῶν τῶν τοῡ ὄντος προόδων», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… … Dictionary of Greek
τορπίλη — Αυτοκινούμενο υποβρύχιο όπλο με εκρηκτική γόμωση, που εκτοξεύεται από υποβρύχιο, από πλοίο επιφανείας ή από αεροσκάφος. Η πρώτη πραγματική τ. κατασκευάστηκε το 1866 68 από τον Άγγλο τεχνικό Ρόμπερτ Χουάιτχεντ, διευθυντή ενός μηχανουργικού… … Dictionary of Greek